Στην άλλη άκρη της παραλίας, είδε μια φιγούρα πού καταγινόταν με κάτι.
Καθώς πλησίαζε, είδε πως επρόκειτο για έναν ντόπιο, πού έσκυβε και μάζευε κάτι απ΄την άμμο και το πετούσε στο νερό.
Γεμάτος περιέργεια, πήγε δίπλα του. Παραξενεύτηκε όταν παρατήρησε πόσο πολύ έμοιαζαν οι δυό τους.
- Τι κάνεις εδώ πέρα; τον ρώτησε.
-‘Ο,τι βλέπεις είπε εκείνος. Μαζεύω τους αστερίες τώρα πού τους ξέβρασε η άμπωτη. Θέλω να προλάβω τήν πλημμυρίδα, γιατί τότε θα τους παρασύρει στο πέλαγος και θα χαθούν.
– Μα, είναι εντελώς μάταιο, είπε ο νεοφερμένος. Είναι τόσοι πολλοί, ποτέ δεν θα προλάβεις να τους ρίξεις όλους πίσω. Η πλημμυρίδα φθάνει όπου να ΄ναι...
Ο άνθρωπος τον κοίταξε και χαμογέλασε.
- Για τούτον εδώ δεν είναι, είπε κι έριξε τον αστερία πού κρατούσε πίσω στην θάλασσα.