Ήταν μια ημέρα σαν τις άλλες.
Πρωϊ - πρωϊ ένας καλοντυμένος άνδρας γύρω στα 80, μπήκε βιαστικός στην ιδιωτική κλινική τής περιοχής όπου ζούσε. Ζητούσε να τού αφαιρέσουν τα ράμματα απ΄ το χέρι και δήλωσε στην προϊσταμένη πως δεν μπορούσε να περιμένει, επειδή είχε ένα σημαντικό ραντεβού σε μισή ώρα. Συμπτωματικά, η γυναίκα είχε λίγο χρόνο ελεύθερο και αποφάσισε να τον βοηθήσει. Τον οδήγησε στον γιατρό πού είχε φροντίσει το μικροτραύμα του και όταν η όλη διαδικασία κόντευε να τελειώσει, η γυναίκα τόν ρώτησε τόν λόγο τής τόσης βιασύνης του.
- Στις 9:00 η γυναίκα μου παίρνει το πρωϊνό της και θέλω να είμαι μαζί της, όπως έκανα πάντα, πενήντα χρόνια τώρα.
- Δεν μένετε μαζί;
- Όχι, δυστυχώς. Πάσχει από Alzheimer και μέχρι να βρεθεί καλύτερη λύση, είναι σε μια κλινική κοντά στο σπίτι.
- Σάς αναγνωρίζει; ρώτησε ο γιατρός.
Ο ηλικιωμένος άνδρας χαμογέλασε αμήχανα:
- Όχι. Πάνε τρία χρόνια τώρα…
- Τότε; Δεν θα πειράξει όποια ώρα και να πάτε…
- Όχι, παιδί μου… Εκείνη ίσως να μην ξέρει ποιός είμαι, μα για μένα είναι η γυναίκα μου και ήμουν εκεί κάθε πρωϊ πάντα έτοιμος, στην ώρα μου.