Βλέποντας τούς δύο στρατούς παρατεταγμένους, ένας σοφός άνθρωπος τον οποίο σέβονταν όλοι, ζήτησε να τούς μιλήσει.
Συναντήθηκαν σε ουδέτερο έδαφος, σε ένα ύψωμα απ΄όπου φαίνονταν και οι δύο στρατιές.
Ο σοφός άνθρωπος κοίταξε και τους δύο αντιπάλους και ρώτησε:
- Λοιπόν; Τι είναι αυτό πού σας έφερε σ΄αυτήν την κατάσταση; Ο καθένας τους ανέπτυξε τις θέσεις του ζωηρά και με επιχειρήματα.
Ο ξεχωριστός εκείνος άνθρωπος έμεινε για λίγο σιωπηλός κι ύστερα τούς κοίταξε μ΄αυτό το βλέμμα πού έχουν οι άνθρωποι με καθαρή ψυχή.
Οι δύο βασιληάδες χαμήλωσαν τα μάτια.
- Καθώς καταλαβαίνω εκείνο το ανάχωμα έχει μια ιδιαίτερη σημασία για πολλούς απ΄τούς ανθρώπους σας. Έχει όμως κάποια ουσιαστική αξία για την ευημερία και την ειρήνη των λαών σας;
- Όχι, δεν μπορούμε να το πούμε αυτό, είπαν και οι δυό.
– Αν λοιπόν τώρα ξεσπάσει η μάχη, πόσοι από αυτούς πού είναι τώρα με τα όπλα στα χέρια, θα ζούν για να χαρούν την νίκη γι΄αυτό το ύψωμα; Έχετε σκεφθεί πως θα είναι η ζωή σας από σήμερα και πέρα, με τό αίμα τους στα χέρια σας;
Σιωπή απλώθηκε μεταξύ των τριών ανδρών για κάμποση ώρα.
- Σας παρακαλώ, σαν πατέρας στους γυιούς του, να ζυγίσετε: τι έχει μεγαλύτερη αξία για τον καθένα σας: ένας λόφος από χώμα ή τα ποτάμια αίματος των δικών σας ανθρώπων;
Οι δυό άνδρες έδωσαν τα χέρια και έφυγαν συμφιλιωμένοι .