Όλοι τον απέφευγαν επειδή συνεχώς γκρίνιαζε, όλα και όλοι του έφταιγαν και ποτέ δεν είχε να πεί καλό λόγο για άνθρωπο. Ήταν πάντα κακόκεφος και συνήθιζε να εκφράζει «ανησυχία» για τα πάντα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο πικρόχολος γινόταν. Όλοι φρόντιζαν να κρύβουν και την παραμικρή επιτυχία ή καλοτυχία τους επειδή μια ματιά του ή/και ένας λόγος του, ήταν ικανός να τα καταστρέψει όλα.
Ώσπου, έφτασε τα ογδόντα… Από εκείνη την ημέρα, ο κόσμος άρχισε να ψιθυρίζει πως κάτι άλλαξε σ΄ εκείνον τον άνθρωπο. Στην αρχή δεν γινόταν πιστευτό. Ωστόσο, όσο περνούσαν οι μέρες τα πράγματα φαινόταν να βελτιώνονται όλο και περισσότερο. Όποιος τον πλησίαζε ένοιωθε όλο και πιο ευχάριστα… Το πρόσωπό είχε αρχίσει να ηρεμεί και το βλέμμα του -επιτέλους- είχε γίνει πιο ανθρώπινο. Τέλος, κάποιος απ΄όλους τόλμησε να τον ρωτήσει:
- Τι σού συνέβηκε;
Για πρώτη του φορά, χαμογέλασε και είπε:
- Είδα τα πράγματα αλλοιώς: όταν έκλεισα τα ογδόντα συνειδητοποίησα πως όλη μου την ζωή, κυνηγούσα την ευτυχία. Τι κατάλαβα; Τον χρόνο μου έχασα. Γι΄ αυτό, αποφάσισα να ζήσω χωρίς την ευτυχία και ν΄ απολαύσω την ζωή. Από τότε ησύχασα και μπορώ να πώ, πως είμαι πιά, ευτυχισμένος.