Τα παραπάνω είναι μερικά από τα ερωτήματα που πιθανόν γεννιούνται για τον χώρο για τον οποίο, αν και γνωρίζουμε καλά τα αποτελέσματά του στη συντήρηση αρχαίων έργων τέχνης, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ιστορία του. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με τη δρ. Μωραΐτου Γεωργιάννα, Προϊσταμένη του Τμήματος Συντήρησης, Φυσικών και Χημικών Ερευνών & Αρχαιομετρίας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Πότε ξεκίνησαν όλα; «Η επίσημη ιστορία της συντήρησης των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα ξεκινάει με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους και του κρατικού φορέα προστασίας των αρχαιοτήτων, της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το 1834. Όσο για τον πρώτο άνθρωπο που κλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη συντήρηση των αρχαιοτήτων, αυτός ήταν ο ζωγράφος Αθανάσιος Ιατρίδης, επιστάτης στο πρώτο μουσείο της Αίγινας και μετέπειτα υποέφορος αρχαιοτήτων στην Αθήνα του Όθωνα. Θα λέγαμε, ότι η συντήρηση αρχαιοτήτων στην Ελλάδα ξεκινά σαν τεχνική υποστήριξη στις ανασκαφές, ενώ με την ίδρυση και λειτουργία των πρώτων μουσείων εισάγεται με επιστημονική δυναμική στον κύκλο εργασιών του μεγαλύτερου μουσείου του κράτους, του Εθνικού Αρχαιολογικού» αναφέρει.
Με χρονολογική σειρά, η κ. Μωραΐτου απαριθμεί μερικούς από τους ανθρώπους, καλλιτέχνες και μη, που τον 19ο αιώνα προσκλήθηκαν να βοηθήσουν: «Στα 1836 προσλαμβάνεται ο Ελβετός γλύπτης Ίμχοφ, ο οποίος αναλαμβάνει "να επανορθώνει τας εις την Ελλάδα ευρισκομένας ήδη ή εις το εξής ευρεθησομένας εκ μαρμάρου αρχαιότητας…"» σημειώνει για να προσθέσει ότι την ίδια εποχή προσφέρει τις υπηρεσίες του στην αρχαιολογία και τη συντήρηση ο φαρμακοποιός του βασιλέα και καθηγητής της χημείας στο Πανεπιστήμιο και το Σχολείο των Τεχνών (πρώην Πολυτεχνείο) Ξαβέριος Λάνδερερ (1809-1868). «Είναι αυτός που μαζί με τον Έφορο Πιττάκη γράφουν οι δυο τους την Αρχαιολογική Εφημερίδα από το 1838 έως το 1860. Ο Λάνδερερ διακρίνεται για τις αρχαιολογικές του γνώσεις και εφαρμόζει τη χημεία στα αρχαιολογικά ευρήματα, ασκεί δηλαδή αυτό που σήμερα ονομάζουμε αρχαιομετρία» προσθέτει.
Επόμενος σταθμός οι Μυκήνες: «Το 1877, ο Ερρίκος Σλήμαν, κατά την ανασκαφή του στον κύκλο Α των Μυκηνών, ανακαλύπτει ένα σκελετό με υπολείμματα σάρκας -έναν ακόμη "Αγαμέμνονα"- και αναθέτει σε έναν φαρμακοποιό από το 'Αργος να τον στερεώσει. Λεγόταν Σπ. Χ. Νικολάου και στερέωσε τον σκελετό με διάλυμα σανδαράχης (μια φυσική ρητίνη) ενώ τον σήκωσε με τη βοήθεια γύψου». Κάποια χρόνια αργότερα, το 1892, μετακλήθηκε από το Ελληνικό κράτος ο Ιταλός μωσαϊκουργός Φραγκίσκος Νόβο για τη στερέωση των ψηφιδωτών της Μονής Δαφνίου. «Η σημαδιακή χρονιά, όμως, είναι το 1888» σημειώνει. «Τότε προσλαμβάνεται στο Μουσείο της Ακρόπολης ο υφηγητής της χημείας Όθων Ρουσόπουλος για να συντηρήσει τα χάλκινα ευρήματα και τα πολύχρωμα γλυπτά των ανασκαφών της Ακρόπολης.Ο Ρουσόπουλος μεταφέρει τεχνογνωσία από το Βερολίνο, όμως ύστερα από την αρνητική κριτική που ασκήθηκε από τους αρχαιολόγους για το χρώμα που αποκτούν τα χάλκινα ευρήματα μετά τον καθαρισμό τους, ανέπτυξε μια δική του μέθοδο, η οποία προσέδιδε ευχάριστη πατίνα στον χαλκό. Ο ίδιος συνεχίζει να εργάζεται και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για τη συντήρηση των χάλκινων ευρημάτων που ανελκύστηκαν από το ναυάγιο των Αντικυθήρων. Ο Ρουσόπουλος εισάγει την επιστημονική προσέγγιση στη συντήρηση και δημοσιεύει το έργο του σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά» συμπληρώνει η κ. Μωραΐτου, η οποία έχει γράψει μια μονογραφία για τον Ο. Ρουσόπουλο και τον κομβικό ρόλο του, που βρίσκεται υπό έκδοση από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠ).
Και τον 20ό αιώνα; «Καθόλη τη διάρκειά του απασχολούνται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αρχιτεχνίτες, καλλιτέχνες και κατά διαστήματα χημικοί, οι οποίοι σε συνεργασία με τους αρχαιολόγους μελετούν, θεραπεύουν και στήνουν σε βάθρα τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης», επισημαίνει. Σε σχετική ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, αναφέρει δύο ονόματα γνωστών γλυπτών που άφησαν το στίγμα τους στα αρχαία γλυπτά του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας. «Ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης, που επανασυντήρησε μαζί με άλλους τον έφηβο των Αντικυθήρων μετά τον πόλεμο, και στη νεώτερη εποχή ο γλύπτης Στέλιος Τριάντης. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος με τις γνώσεις και τις ικανότητές του έδωσε νέα μορφή σε αριστουργήματα της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, όπως η Νίκη του Παιωνίου και ο Ερμής του Πραξιτέλη» εξηγεί.
Η συνέχεια φέρνει δυναμικά το επάγγελμα του συντηρητή στην επιφάνεια: «Με τη μεταφορά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στο Υπουργείο Προεδρίας το 1960 και τη στελέχωση της Υπηρεσίας με καλλιτέχνες που μετεκπαιδεύτηκαν στην Ιταλία στη συντήρηση των έργων τέχνης, επανεκινείται δυναμικά, και αυτή τη φορά μόνιμα και με συνέχεια, η συντήρηση των αρχαιοτήτων και έργων τέχνης. Μεταξύ αυτών που μετεκπαιδεύτηκαν στο εξωτερικό ήταν ο Αναστάσιος Μαργαριτώφ και ο Σταύρος Μπαλτογιάννης οι οποίοι έφθασαν μέχρι τον βαθμό του επιθεωρητή συντήρησης» σημειώνει. Και συμπληρώνει: «Την περίοδο που ακολουθεί δημιουργούνται δομές στο Υπουργείο Πολιτισμού, αρχικά Κεντρικά Εργαστήρια (1965), στη συνέχεια Κέντρο Συντήρησης (1973) και τέλος Διεύθυνση Συντήρησης (1977). Από το 1969 μέχρι το 1971 λειτουργεί αδιαβάθμητη Σχολή Συντήρησης στο Βυζαντινό Μουσείο και οι απόφοιτοι απορροφούνται από το κράτος. Οι πρώτοι συντηρητές που στελεχώνουν την υπηρεσία είναι απόφοιτοι ιδιωτικών Σχολών, όπως η Σχολή Δοξιάδη και απόφοιτοι πανεπιστημίων του εξωτερικού».
Ωστόσο, μόλις το 1984 εκδίδεται ο ορισμός του επαγγέλματος του συντηρητή από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM). Η κ. Μωραΐτου αναφέρει τους λόγους αυτής της καθυστέρησης: «Δυστυχώς η έλλειψη μονιμότητας, συνέχειας και φορέα έρευνας και εκπαίδευσης καθυστερούν την επίσημη αναγνώριση της συντήρησης ως κλάδου της επιστήμης, η οποία έρχεται τελικά για την Ελλάδα το 1985. Πρόκειται για ημερομηνία - ορόσημο για την εξέλιξη της συντήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ελλάδα, όπου η συντήρηση αναγνωρίζεται ως κλάδος της επιστήμης και εισάγεται στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης στο ΤΕΙ της Αθήνας» καταλήγει.
Πηγή: Ελ. Μάρκου, ΑΠΕ-ΜΠΕ μέσω LiFO, anaskafi.blogspot.com