Την επόμενη ημέρα, πέρασε από εκεί ένας οδοιπόρος. Φαινόταν ταλαιπωρημένος. Πεινούσε.
Χωρίς να το σκεφθεί, η σοφή γυναίκα, άνοιξε το ταγάρι της και μοιράστηκε το λιγοστό φαγητό της, μαζί του.
Όταν χόρτασε, ο οδοιπόρος παρατήρησε τον πολύτιμο λίθο δίπλα της. Τής ζήτησε να τού τον χαρίσει. Εκείνη δέχτηκε αμέσως.
Ο οδοιπόρος έφυγε, μακαρίζοντας την τύχη του. Γνώριζε πως μπορούσε να πουλήσει αυτήν την πέτρα οπουδήποτε και να κερδίσει ένα τέτοιο ποσόν, που θα τού εξασφάλιζε μια υπέροχη, άνετη ζωή μέχρι τα βαθειά του γεράματα εύκολα και γρήγορα.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο οδοιπόρος επέστρεψε. Βρήκε την γυναίκα εκεί όπου την είχε συναντήσει.
- Ήρθα να σού επιστρέψω αυτό πού σού ζήτησα να μού δώσεις, είπε. Ξέρω, όπως κι εσύ, την μεγάλη αξία του. Ελπίζω τώρα να μού δώσεις κάτι πιό πολύτιμο απ΄αυτό. Δώσε μου αυτό πού κρύβεις μέσα σου. Αυτό πού σ΄ έκανε να μού δώσεις με τόση ευκολία αυτόν τον πολύτιμο, σπάνιο λίθο.
Η γυναίκα χαμογέλασε πλατειά και το πρόσωπό της φωτίστηκε.
- Σού εύχομαι καλό ταξείδι, είπε.
Αγνώστου