Σε ένα μισοερειπωμένο μοναστήρι, ένας ηλικιωμένος καλόγερος πού είχε τραβήξει πολλά εκείνη την πολύ δύσκολη εποχή, είχε αναλάβει να διδάξει στα παιδιά «τα γράμματα του Θεού», όπως έλεγε. Φρόντιζε και για την διατροφή τους όσο μπορούσε, γιατί τα χωρηά τους ήταν χιλιόμετρα μακρυά και η διαδρομή έκρυβε συχνά κινδύνους. Τα περισσότερα παιδιά πειθαρχούσαν, αλλά κάποια ήταν ατίθασα. Ο καλόγερος συνήθως υπέμενε τις αταξίες τους αδιαμαρτύρητα γιατί κατανοούσε πως αυτά πού περνούσαν ήταν δυσβάστακτα για τις ψυχούλες τους. Ένα όμως απ΄ αυτά, ο Γιωργής, είχε την συνήθεια να κλέβει απ΄τις λιγοστές προμήθειες πού εύρισκε στο κελάρι. Όταν το πήραν χαμπάρι οι άλλοι, πήγαν να τού παραπονεθούν:
- Τι θα γίνει μ΄ αυτόν; Ο καλόγερος κοίταξε έναν-έναν τους στα μάτια:
- Και τι λέτε να κάνω; Τι με συμβουλεύετε;
- Να φύγει, να φύγει είπαν οι περισσότεροι.
- Και τι θ΄ απογίνει; Χωρίς πατέρα, με μια μάνα πού παλεύει κι αυτή να ζήσει… Τι θέλει νομίζετε από όλους μας;
Κανένα παιδί δεν μίλησε.
- Κανένας δεν είναι τέλειος. Όλοι κάπου θέλουμε διόρθωμα. Σε όλους μας, κάτι λείπει. Γι΄αυτό, πριν καταδικάσετε κάποιον από σας, σκεφθείτε: «αν πώ να φύγει αυτός ή ο άλλος, τι θ΄απογίνει;»
Τα παιδιά έφυγαν αμίλητα και συλλογισμένα. Κι ο Γιωργής από εκείνη την μέρα, προς έκπληξη όλων, έγινε το καλύτερο παιδί