Καθώς μεγάλωναν παρατήρησε ότι έσπευδαν να βγάλουν συμπεράσματα, άλλες φορές σωστά μα τις περισσότερες, άστοχα.
Σκέφθηκε λοιπόν έναν τρόπο γιά να δούν τα πράγματα από μια άλλη μερηά. Τον χειμώνα εκείνο λοιπόν, ο πατέρας ζήτησε από τον μεγάλο του γυιό να πάει να φωτογραφίσει τον αιωνόβιο πλάτανο στο σπίτι του παππού, αρκετά χιλιόμετρα μακρυά από εκεί όπου έμεναν.
Μόλις ήρθε η Άνοιξη, έκανε το ίδιο με τον μεσαίο γυιό του. Το καλοκαίρι, ήταν η σειρά τού μικρότερου να κάνει εκείνο το ταξείδι και το Φθινόπωρο τού τελευταίου. Όταν ήρθε λοιπόν η κατάλληλη στιγμή, ο πατέρας κάλεσε τα τέσσερα αγόρια του και ρώτησε τον μεγάλο του γυιό:
- Λοιπόν, τι λες; Τι λες να κάνουμε μ΄αυτόν τον πλάτανο;
- Να τον κόψουμε. Μόνο ο κορμός του έμεινε με τα κλαριά του γυμνά. Τι να τον κάνουμε;
- Τι λες; Την Άνοιξη που πήγα, τα κλαριά του ήταν καταπράσινα… πετάχτηκε ο μεσαίος αδελφός.
- Και πού να ήσουνα εκεί το καλοκαίρι… Από μακρυά φαινόταν ένας πράσινος πύργος, πού μόνο όταν πλησίαζες καταλάβαινες πως επρόκειτο για δένδρο!
- Ναι, αδελφέ μου, είπε ο μικρός. Να, δες την φωτογραφία πού τράβηξα… Οκτώβρη μήνα και εξακολουθούσε να κρατά αρκετά φύλλα…
Ο πατέρας κοίταξε και τα τέσσερα παιδιά του:
- Καθώς καταλαβαίνω, δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα δένδρο απ΄την εικόνα πού μας δίνει τον χειμώνα.
– Ούτε όμως μόνο απ΄το καλοκαίρι, είπε ο μεγάλος γυιός πού ήθελε πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο.
– Σύμφωνοι, συνέχισε ο πατέρας. Οπότε, τι συμπεραίνουμε; Η ζωή τού κάθε δένδρου, όπως και τού κάθε ανθρώπου, το ποιός είναι και τι κάνει δεν μπορεί να κριθεί όταν περνάει την «δύσκολη» εποχή του – τον χειμώνα του. Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν είναι μονοδιάστατο, γι΄ αυτό μην βιάζεστε να κρίνετε πρόσωπα και καταστάσεις. Ο καθένας έχει τον χρόνο του, τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του. Σεβαστείτε τον κάθε έναν που συναντάτε και σας βεβαιώνω, θα τα πάτε πολύ καλά στην ζωή σας.