Μετά από κάμποσες ημέρες ανάβασης, βρέθηκε μπροστά σέ μιά πηγή απ΄ όπου κυλούσε γάργαρο νερό. Δίπλα της, ένας γέρος ξεκουραζόταν στόν ήλιο.
- Ποιός είναι ο πιό εύκολος δρόμος γιά τήν κορυφή; τόν ρώτησε.
- Κάθε πού χαράζει η καινούργια ημέρα, όσα έμαθα τήν προηγούμενη, χάνονται, μουρμούρισε ο γέρος.
- Ξέρεις μήπως τόν πιό σύντομο δρόμο; ξαναείπε ο ορειβάτης..
- Είναι άλλα 1800 πόδια μέχρις εκεί, κι έχω μόνο δύο, απάντησε ο γέρος.
Τήν ώρα εκείνη, έπιασε μιά γερή βροχή πού δέν έλεγε νά σταματήσει. Ο ορειβάτης κύτταζε καί ξανακύτταζε πρός τά πάνω, μά τώρα πιά δέν φαινόταν τίποτα. Αυτός ο γέρος έμοιαζε νά είναι η μόνη του λύση:
- Έχεις ανέβει στήν κορυφή; τόν ρώτησε.
- Κάθε μέρα πάω καί χαιρετάω τόν ήλιο από κεί πάνω, είπε αυτός.
- Ωραία. Αύριο θά πάμε μαζί, φώναξε ο ορειβάτης, ξαλαφρωμένος πού επί τέλους βρήκε λύση.
- Δέν γίνεται. Τό μονοπάτι είναι στενό, Εσύ ήρθες νά κατακτήσεις τό βουνό, ενώ εγώ τό υπηρετώ. Δέν χωράμε λοιπόν κι οι δυό στό ίδιο μονοπάτι, είπε ο γέρος καί κίνησε γιά τήν σπηλιά του.