Μιά μέρα, ο γυιός του, έπεσε από τό άλογο κι έσπασε τό πόδι του.
‘Οταν τό ΄μαθαν αυτό οι χωριανοί, έσπευσαν στό σπίτι του, νά συμμεριστούν τό πάθημά του:
- Τί κακοτυχία κι αυτή, νά χάσεις τόν βοηθό σου, τού είπανε.
- Καλό, κακό ποιός ξέρει; είπε εκείνος.
Πέρασε έτσι κάμποσος καιρός. Πόλεμος ξέσπασε στήν περιοχή καί οι αρχές κάλεσαν όλους τούς νέους νά καταταγούν. Ο γυιός τού αγρότη, πού είχε ακόμα τό πόδι του στόν γύψο, εξαιρέθηκε. Ο πόλεμος δέν κράτησε πολύ, αλλά κόστισε πολλές ζωές. Πολλά νέα αγόρια απ΄τήν περιοχή εκείνη, δέν ξαναγύρισαν στά σπίτια τους.
Οι χωριανοί, επισκέφθηκαν καί πάλι τό σπίτι τού αγρότη, γιά νά τόν μακαρίσουν γιά τήν καλή του τύχη:
- Ευτυχώς πού είχε σπασμένο τό πόδι του ο γυιός σου κι εσώθηκε η ζωή του, τού έλεγαν καί τού ξανάλεγαν.
- Καλό, κακό ποιός ξέρει; απάντησε ο αγρότης καί χαμογέλασε, ύστερα από πολύ καιρό.