Τα κάλαντα είναι ελληνικό έθιμο. Τα παιδιά γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με τρίγωνο ή ακόμα και με κιθάρες, ακορντεόν, λύρες ή φυσαρμόνικες. Τα παιδιά χτυπούν την πόρτα των σπιτιών και ρωτούν: "να τα πούμε;". Αν η απάντηση από το νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή "και του Χρόνου. Χρόνια Πολλά". Ο νοικοκύρης τα ανταμείβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερα τους πρόσφερε μελομακάρονα ή κουραμπιέδες.
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική "calenda", που σημαίνει αρχή του μήνα και διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ.
Πιστεύεται ότι η ιστορία τους προχωρεί πολύ βαθιά στο παρελθόν και συνδέεται με την Αρχαία Ελλλάδα. Βρήκαν, μάλιστα, αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Τα παιδιά της εποχής εκείνης, κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Πάνω κρεμούσαν κόκκινες και άσπρες κλωστές. Στις κλωστ΄ς έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων. Άλλοτε κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Μετά, το έθιμο αυτό έφτασε και στη Ρώμη. Στο Βυζάντιο καρτούσαν ραβδιά ή φανάρια ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτηρίων στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τυμπάνου.
Τα κάλαντα σήμερα τα ακούμε σε πολλές παραλλαγές ανάλογα με τον τόπο που ψάλλονται και συνδυάζονται με άλλα τοπικά έθιμα. Στη Μύκονο τα παιδιά κρατούν στο χέρι τους φαναράκι που το ανάβουν σε εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Στη Σίφνο για το κάθε παιδί γράφονται διαφορετικοί στίχοι από λαϊκούς ποιητές. Στην Κέρκυρα, εκτός από τα παιδιά με τη φυσαρμόνικα, περιφέρονται στα σπίτια ολόκληρα λαϊκά συγκροτήματα με βιολιά και ακορντεόν και τοπικές μπάντες.
Στη Μακεδονία υπάρχει το έθιμο την Πρωτοχρονιά άτομα μεγάλης ηλικίας να γυρνούν μεταμφιεσμένα στα σπίτια. Η αμοιβή τους είναι αλεύρι, τραχανάς, λουκάνικα και άλλα είδη τροφίμων. Αφού συγκεντρώσουν την ποσότητα που θέλουν, συγκεντρώνονται σ' ένα σπίτι, μαγειρεύουν και γλεντούν. Πάλι μεταμφιεσμένοι και κρατώντας κουδούνια που δημιουργούν δυνατό θόρυβο περιφέρονται την παραμονή των Φώτων. ο θόρυβος αποβλέπει να φοβίσει και να διώξει τους καλλικάντζαρους.
Τα τοπικά παραδοσιακά κάλαντα της Καστοριάς (Κόλιεντα) εξακολουθούν να τραγουδούνται και σήμερα τα χαράματα της 23ης Δεκεμβρίου από τις παρέες μικρών και μεγάλων και από τα μέλη πολιτιστικών σωματείων. Χαρά και συγκίνηση προσφέρουν οι στίχοι τους, γιατί απευθύνονται σ' όλα τα μέλη τις οικογένειας, από το μεγαλύτερο μέχτι το πιο μικρό. Τα παλαιότερα χρόνια, οι νοικοκυραίοι έδιναν για δώρο στα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα, καρύδια, μήλα και μπιλίτσκες (μικρά χοιρινά λουκάνικα) και σπανιότερα χρήματα.
Αντίστοιχο έθιμο με τα κάλαντα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι οι καλαντάρηδες την παραμονή των Χριστουγέννων. Οι καλαντάρηδες είναι νεαροί άνδρες που πρόκειται να πάνε φαντάροι και περιφέρονται με σκοπό να μαζέψουν κάποιο χρηματικό ποσό, που θα έχουν στη διάθεσή τους όσο διαρκεί η θητείας τους, η οποία θεωρείται προθάλαμος της ωρίμανσής τους. Έτσι, το έθιμο συνδυάζει τον εορτασμό των Χριστουγέννων με το πέρασμα των νεαρών στην ενηλικίωση.
Πηγή: Εφημερίδα Γραμμή