Και κάποτε ο Νους και η Ψυχή θυμήθηκαν τα πρώτα τους τα λόγια, που ο Νους την προστάτευε και δεν την άφηνε να ελευθερωθεί και να μάθει από τα παθήματά της. Και της μιλούσε για όρκους που δεν κρατήθηκαν, για αδύναμους όρκους των θνητών που θα έκαναν την Ψυχή να ματώσει, να αλλάξει και να πάρει την παγωμένη μάσκα της Αναισθησίας.
Κι ο Νους πάσχιζε να κρατήσει την Ψυχή να μην αγαπήσει. «Όσα δεν είσαι σε μένα θα τα βρεις, όσα σου λείπουν πάρε μου για να ολοκληρωθείς, δανείσου από την πίστη μου μέχρι να στερεωθείς» ψιθύριζε ο Νους ξανά και ξανά.
Μα η Ψυχή δεν τον άκουσε και δοκίμασε… κι έγινε ένα με το φως του έρωτα το άλικο, το κόκκινο, ξαναγεννήθηκε κι έζησε, γεύτηκε το βέλος του Έρωτα, τις γητειές και την ύπουλη μαγεία του. Κι ο Νους κρυφά τη θαύμαζε που γινόταν με κάθε χάδι πιο λαμπερή, με κάθε φιλί πιο γαλήνια, με κάθε ανατριχίλα του κορμιού πιο θεϊκή.
Και σαν αντάμωσαν του είπε: «Μη μου ζητάς τις πιο κρυφές σκέψεις μου, μη βασανίζεσαι αν ζω χωρίς εσένα. Εσύ μου έμαθες ελεύθερα να ζω μα εγώ κατάλαβα πως ζω για να αγαπώ. Μη με ρωτάς πώς θέλω πια να ζήσω. Μόνο με έρωτα κι αγάπη… κι ας μου πεις πως θα χαθώ».
Κι ο Νους στα λόγια της Ψυχής λύγισε, έγειρε, χάρισε το πρώτο του φιλί και υποσχέθηκε πως δεν θα τη σταματήσει ποτέ ξανά να αγαπήσει.
Γιατί έτσι και μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει ζωή. Πώς μπορεί το κορμί να σταματήσει να νιώθει από το Νου; Πώς μπορεί ο χείμαρρος του έρωτα να στερέψει; Ο Νους το ξέρει πια καλά κι αφήνει την Ψυχή να πετάει.
του Θοδωρή Γιαννόπουλου
Πηγή: chronographimata.gr