Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας τσαγκάρης. Ήταν φτωχός, μπάλωνε παπούτσια και έβγαζε ένα μικρό μεροκάματο. Όμως, είχε μεγάλη οικογένεια και όσα έβγαζε δεν έφταναν για να χορτάσουν όλοι. Μια μέρα, εκεί που καθόταν στο σπίτι του, παρακάλεσε το Θεό: “Πανάγαθέ μου, δείξε μου ποια είναι η τύχη μου και δεν μπορώ να προκόψω”… Μετά, βλέπει στον ύπνο του μια μεγάλη πλατεία γεμάτη από βρύσες και έναν που τις επιθεωρούσε. Άλλη βρύση έτρεχε πολύ, άλλη πάρα πολύ, άλλη πιο λίγο, άλλη, ακόμα πιο λίγο, άλλη απλά έσταζε.
“Τι είναι αυτό εδώ;” λέει. Πάει κοντά, βρίσκει τον άνθρωπο που επιθεωρούσε τις βρύσες και του ρωτά: “Δεν μου λες, τί είναι εδώ;”. Λέει αυτός: “Εδώ είναι οι τύχες των ανθρώπων. Οι βρύσες που τρέχουν πολύ είναι οι πλούσιοι που βγάζουν πολλά λεφτά, οι άλλοι πιο λίγο” “Για πες μου, η δική μου, ποιά είναι;” “Να” λέει “εκείνη η βρύση που στάζει”. Πήγε κοντά ο κακομοίρης, την είδε που μόλις έσταζε λίγο, ενώ οι άλλες τρέχανε, πήγε με ένα ξύλο να την ξεβουλώσει για να μπορέσει να τρέχει πιο πολύ και εκείνου η βρύση. Εκεί, στην προσπάθεια επάνω, σπάει το ξυλαράκι και βουλώνει ολότελα η βρύση. Ξυπνάει από την λαχτάρα του και λέει: «Μονάχος μου την έκλεισα την τύχη μου». Μετά πήγε στεναχωρημένος στο μαγαζί και άρχισε τη δουλειά του και μπάλωνε παπούτσια. Του κόλλησε πια αυτή η φράση και τραγουδούσε κι έλεγε: «Μονάχος μου την έκλεισα, μονάχος μου την έκλεισα» και αναστέναζε.
Περνούσε ένας άρχοντας από εκεί κάθε μέρα, καθώς πήγαινε περίπατο το απόγευμα, και τον άκουσε. Τον άκουσε μια μέρα, ακούει το ίδιο τραγούδι τη δεύτερη, ακούει το ίδιο τραγούδι την τρίτη. «Μα τι στο καλό!» λέει. «Γιατί τραγουδάει όλο το ίδιο τραγούδι»; Πήρε ένα ζευγάρι παπούτσια και του τα πήγε να τα φτιάξει.”Πολύ ευχαρίστως” του λέει “άρχοντα μου, περάστε αύριο να τα πάρετε”. Στο μεταξύ, ο άρχοντας σκέφτηκε και παραγγέλνει στο μάγειρά του: “θα μου ψήσεις μια κότα και θα μου τη γεμίσεις λίρες”. Του τα ετοίμασε ο μάγειρας, την πήρε και πήγε στον τσαγκάρη και του λέει: “αντί για λεφτά σκέφτηκα να σου φέρω αυτό το κοτόπουλο το γεμιστό να φας με την οικογένεια σου”. Τον ευχαρίστησε, και ο άρχοντας έφυγε. Σκέφτηκε ο τσαγκάρης: «τώρα με το κοτόπουλο αυτό ποιός θα πρωτοφάει στο σπίτι; Να το πάω δίπλα στο μάγειρα να μου δώσει κανένα τσουκάλι φασολάδα, κανα δυο ψωμιά, να φάνε τα παιδιά μου και οι γονείς, να χορτάσουν». Το πήγε, ο μάγειρας το δέχτηκε και του έδωσε ένα τσουκάλι φασολάδα. Πήγε στο σπίτι του, φάγανε όλοι, χορτάσανε.
Την άλλη μέρα συνέχισε το ίδιο τραγούδι. Πέρασε ο άρχοντας τον ακούει τα ίδια και τραγουδάει. «Φαίνεται του φάνηκαν λίγα»… Την επόμενη του πάει πάλι κάτι παπούτσια. Όταν πήγε μετά για να τα πάρει τα παπούτσια του, πάει και μια πίτα. Είχε παραγγείλει στο μάγειρα του να του γεμίσει μια πίτα με λίρες. Όταν την πήγε του λέει ο τσαγκάρης: “ευχαριστώ πολύ άρχοντα μου.” Την πήρε αλλά σκέφτηκε πάλι το ίδιο πράγμα. Την πήγε δίπλα στο μάγειρα να του δώσει ένα άλλο φαΐ για να φάνε πιο πολύ να χορτάσουν. Ο μάγειρας που βρήκε τις λίρες στο κοτόπουλο με μεγάλη ευχαρίστηση πήρε και την πίτα και του έδωσε μπόλικο φαΐ. Πήγε χαρούμενος στο σπίτι, φάγανε όλοι και χορτάσανε. Μετά πάει την επόμενη το ίδιο τραγούδι τραγουδούσε. «Τι πράγμα είναι αυτό», λέει ο άρχοντας, «οι λίρες του φάνηκαν λίγες»; Κοντά στο μαγαζί του τσαγκάρη είχε ένα γεφυράκι που το περνούσε για να πάει σπίτι του. Γεμίζει ο άρχοντας ένα σακουλάκι λίρες και την ώρα που ήταν να κλείσει ο τσαγκάρης το αφήνει στη μέση της γεφυρούλας και κρύφτηκε για να μην το πάρει κανένας άλλος και παρακολουθούσε.
Όταν έφτασε ο τσαγκάρης στο γεφυράκι σκέφτεται: «Τόσα χρόνια περνάω με ανοιχτά τα μάτια τι κατάλαβα; Ας περάσω με κλειστά τα μάτια, μπας και πέσω μέσα στο ποτάμι και πνιγώ και ησυχάσω». Πέρασε με κλειστά τα μάτια δεν είδε το σακουλάκι με τις λίρες, έφυγε. Πάει ο άρχοντας παίρνει το σακούλι με τις λίρες. Την άλλη μέρα, πάει ο άρχοντας στον τσαγκάρη. “Δε μου λες, γιατί έκλεισες τα μάτια σου και πέρασες;” Απαντάει ο τσαγκάρης: “Έτσι κι έτσι σκέφτηκα, ας περάσω με κλειστά τα μάτια μπορεί να πνιγώ να ησυχάσω”. “Δε μου λες, την πίτα και το κοτόπουλο δεν τα φάγατε;” “Όχι άρχοντα μου, τα πήγα στο μάγειρα για να πάρω λίγο περισσότερο φαΐ γιατί έχω μεγάλη οικογένεια. Πόσοι να φάνε με τόσο φαΐ; τι να καταλάβουμε;” “Έλα εδώ” του λέει. Πάνε μαζί στο μάγειρα και του λέει ο άρχοντας: “Δώσε μου εδώ τις λίρες”. Ήξερε και πόσες λίρες ήταν. Ο μάγειρας δεν μπορούσε να αρνηθεί, του πλήρωσε, βέβαια, τα φαγιά που του έδωσε του τσαγκάρη κι έτσι δίνει τις λίρες στον τσαγκάρη: “Παρτ΄ τα αυτά είναι δικά σου θα πας να φτιάξεις μαγαζί καλό, να φτιάξεις σπίτι να ζήσεις τα παιδιά σου και να μην σε ξανακούσω και τραγουδήσεις αυτό το τραγούδι, γιατί ο άνθρωπος μονάχος του ανοίγει και κλείνει την τύχη του”.
Μαριάνθη Καπλάνογλου, «Παραμύθι και αφήγηση στην Ελλάδα: Μια παλιά τέχνη σε μια νέα εποχή», εκδόσεις Πατάκη