Συνειδητοποίησε πως αν δε σταματούσε κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του.
Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε λοιπόν: "Ε, αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω, ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν."
Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, κι έτσι σηκώνεται, τρέχει, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα.
"Αχ, παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα.. στα ..."
Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο. Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωρά.
"Αμάν! Το αυτοκίνητο είναι στοιχειωμένο!", σκέφτηκε.
Έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει, αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.
"Σιγά μην κατέβω! Στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο, εγώ εδώ θα μείνω".
Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχισε την πορεία του κανονικά. Είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σε ένα βενζινάδικο. Ύστερα από λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού και μπαίνει μέσα ένας άντρας.
- Αχ, μη! Μην μπαίνετε, κύριε, σε αυτό το αμάξι. Είναι στοιχειωμένο!
- Ποιό στοιχειωμένο, ρε φίλε;;! Από τα διόδια το σπρώχνω!